χαλαστής

χαλαστής
ο разрушитель, истребитель, губитель

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χαλαστής" в других словарях:

  • χαλαστής — ο, ΝΜ [χαλῶ] αυτός που χαλάει, που σκοτώνει, καταστροφέας («Χάρος χαλαστής... και πλάστης Χάρος», Κ. Παλαμ.) …   Dictionary of Greek

  • χαλαστής — ο καταστροφέας, ανατροπέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καστροχαλαστής — καστροχαλαστής, ὁ (Μ) αυτός που κατέστρεφε τα κάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστρον + χαλαστής (< χαλῶ)] …   Dictionary of Greek

  • μαστροχαλαστής — ο (ειρωνικά) άτομο το οποίο επιχειρεί συνεχώς να μαστορέψει κάτι και, αντί να τό διορθώσει, τό κάνει χειρότερο, κακός μάστορης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστρο * + χαλαστής (< χαλώ)] …   Dictionary of Greek

  • ξεθεμελιωτής — ο αυτός που καταστρέφει απ τα θεμέλια, χαλαστής, καταστροφέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»